- διευθυντικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο διευθυντή: Έχει διευθυντικό βαθμό στην υπηρεσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διευθυντικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση ή στον διευθυντή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα τής Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek